Με τον όρο PABC (Pregnancy-associated breast cancer) αναφερόμαστε στον καρκίνο του μαστού που διαγνώστηκε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή κατά τον πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό. Ο καρκίνος του μαστού επηρεάζει περίπου 1 στις 3000 έγκυες γυναίκες και είναι η δεύτερη πιο συχνή κακοήθεια που επηρεάζει την εγκυμοσύνη.
Εγκυμοσύνη και καρκίνος του μαστού (PABC)
Διάγνωση του καρκίνου του μαστού
Η διάγνωση του καρκίνου του μαστού κατά την εγκυμοσύνη καθώς και οι περισσότεροι καρκίνοι του μαστού σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 40 ετών, γίνεται συνήθως με την ψηλάφηση των μαστών. Κατά την πρώτη γυναικολογική επίσκεψη (βλ. ετήσιος γυναικολογικός έλεγχος) ο ιατρός σας θα προβεί σε εξέταση του μαστού με ψηλάφηση. Θα σας δείξει πως γίνεται και θα σας προτείνει να κάνετε παρακολούθηση για τυχόν αλλαγές καθ’όλη την εγκυμοσύνη.
Η διάγνωση του καρκίνου του μαστού κατά την εγκυμοσύνη καθώς και οι περισσότεροι καρκίνοι του μαστού σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 40 ετών γίνεται συνήθως με την ψηλάφηση. Κατά την πρώτη γυναικολογική επίσκεψη (βλ. ετήσιος γυναικολογικός έλεγχος) ο ιατρός σας θα προβεί σε εξέταση του μαστού με ψηλάφηση. Θα σας δείξει πως γίνεται και θα σας προτείνει να κάνετε παρακολούθηση για τυχόν αλλαγές καθ’όλη την εγκυμοσύνη.
Στην περίπτωση που η γυναίκα ή ο ιατρός νιώσουν μια μάζα κατά την ψηλάφηση τότε γίνεται υπέρηχος προκειμένου να γίνει η αναγνώρισή της. Ποσοστό μεγαλύτερο του 80% των μαζών που εντοπίζονται στους μαστούς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι καλοήθεις. Αυτό συμβαίνει διότι κατά την εγκυμοσύνη υπάρχουν μεταβολές στον μαστό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι πιο συνήθεις παθολογίες όπως αύξηση βάρους και κατά συνέπεια λίπους στην περιοχή του μαστού, το απόστημα, η κυστική νόσος, lobular hyperplasia, fibroadenoma και galactocele.
Εάν ο υπέρηχος δείξει ότι η μάζα είναι γεμάτη με υγρό τότε γίνεται αναρρόφηση με μια λεπτή βελόνα προκειμένου να γίνει κυτταρολογική ανάλυση. Αν τα αποτελέσματα του υπέρηχου δεν είναι σαφή τότε γίνεται λήψη ιστού για βιοψία (ιστοπαθολογική διάγνωση). Στην περίπτωση συμπαγούς μάζας, θα μπορούσε να γίνει μαστογραφία, η οποία όμως σε γυναίκες κάτω των 40 ετών δεν θεωρείται αξιόπιστη, λόγω της αυξημένης πυκνότητας του νεαρού ιστού του μαστού αλλά και της αυξημένης περιεκτικότητας σε νερό του ιστό των μαστών της εγκύου.
Σε αρκετές περιπτώσεις η διάγνωση γίνεται σε προχωρημένο στάδιο της νόσου οπότε χρειάζεται και αξιολόγηση για πιθανές μεταστάσεις, όπως στους πνεύμονες (γίνεται ακτινογραφία η οποία θεωρείται ασφαλής κατά την εγκυμοσύνη με κατάλληλη κοιλιακή θωράκιση), το ήπαρ (διάγνωση με υπερηχογράφημα) και τα οστά (διάγνωση με σπινθηρογράφημα το οποίο όμως μπορεί να είναι επιβλαβές για τον αναπτυσσόμενο εμβρυϊκό σκελετό οπότε γίνεται μαγνητική απεικόνιση χωρίς σκιαγραφικό).
Θεραπεία του καρκίνου του μαστού
Εφόσον γίνει η διάγνωση του καρκίνου του μαστού, είναι σημαντικό να μην καθυστερήσει η θεραπεία. Εάν η εγκυμοσύνη είναι προχωρημένη τότε συστήνεται να ολοκληρωθεί ο τοκετός όσο το δυνατόν πιο σύντομα πριν ξεκινήσει η θεραπεία.
Η χειρουργική επέμβαση είναι η πρώτη γραμμή θεραπείας για τον καρκίνο του μαστού κατά την εγκυμοσύνη, η οποία όμως αυξάνει τις πιθανότητες αποβολής στο 1ο τρίμηνο.
Η ακτινοθεραπεία γενικά αντενδείκνυται κατά την εγκυμοσύνη, λόγω του αυξημένου κινδύνου εμβρυϊκών δυσπλασιών και των σχετικών καθυστερήσεων στη νευρολογική ανάπτυξη του εμβρύου. Για το λόγο αυτό επιλέγεται συνήθως η μαστεκτομή (όταν η εγκυμοσύνη είναι σε αρχικό στάδιο) ή η χειρουργική αντιμετώπιση σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία, έως 6 εβδομάδες μετά το χειρουργείο, εφόσον είναι εφικτό να γεννήσει η γυναίκα στο μεσοδιάστημα αυτό.
Η χημειοθεραπεία αντενδείκνυται στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης εξαιτίας των κινδύνων τερατογένεσης που αυξάνονται από τα χορηγούμενα φάρμακα. Μετά το πρώτο τρίμηνο δεν υπάρχει συσχέτιση με προβλήματα στο έμβρυο. Αρκετά βοηθητικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη μείωση των παρενεργειών της χημειοθεραπείας έχουν αποδειχθεί ασφαλή κατά την εγκυμοσύνη. Πρόσφατες μελέτες δεν έδειξαν ανεπιθύμητες ενέργειες σε παιδιά που εκτέθηκαν σε in utero χημειοθεραπεία.
Είναι ενθαρρυντικό ότι δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μετάστασης της νόσου στο έμβρυο. Έχουν παρατηρηθεί μεμονωμένες αναφορές για μετάσταση στον πλακούντα, οπότε και συστήνεται να γίνει παθολογική αξιολόγησή του μετά τον τοκετό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόσφατη μελέτη σε γυναίκες κάτω των 40 ετών με καρκίνο του μαστού κατά την εγκυμοσύνη, έδειξε ίσα αποτελέσματα επιτυχίας σε γυναίκες που επέλεξαν χειρουργείο και ακτινοβολία και σε γυναίκες που επέλεξαν την μαστεκτομή.
Εγκυμοσύνη μετά την θεραπεία του καρκίνου του μαστού
Η ιατρική δεν έχει ακόμα πλήρη δεδομένα για τον κίνδυνο υποτροπής της νόσου σε μελλοντική εγκυμοσύνη. Παρ’ όλ’ αυτά οι λίγες περιπτώσεις που αναφέρθηκαν δεν υποδηλώνουν αρνητικές επιπτώσεις.
Γυναίκες, προεμμηνοπαυσιακές, που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού θα πρέπει να συμβουλεύονται τον ιατρό τους σχετικά με τις επιλογές γονιμότητας και αντισυλληπτικών.
Αντισύλληψη
Καθώς οι περισσότερες υποτροπές του καρκίνου του μαστού συμβαίνουν εντός 2 ετών από τη διάγνωση, προτείνεται να περιμένουν τουλάχιστον 2 χρόνια από την νόσο πριν από τη σύλληψη. Για το λόγο αυτό ενδείκνυται η χρήση αντισυλληπτικών για το διάστημα αυτό, προς αποφυγή ενδεχόμενης εγκυμοσύνης. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται ενδομήτρια αντισύλληψη (Mirena) και να αποφεύγονται τα οιστρογόνα.
Διατήρηση Γονιμότητας
Η χημειοθεραπεία μπορεί να προκαλέσει υπογονιμότητα ή και στειρότητα αφού οδηγεί σε απώλεια του αποθεματικού των ωοθηκών, με αποτέλεσμα πολλές φορές την πρόωρη εμφάνιση εμμηνόπαυσης. Εάν η ασθενής επιθυμεί μελλοντικά να κάνει παιδιά τότε θα πρέπει να συμβουλευτεί το γιατρό της για τις επιλογές που έχει σχετικά με τη διατήρηση της γονιμότητας. Οι επιλογές περιλαμβάνουν την κρυοσυντήρηση των ωοθηκών ή την κρυοσυντήρηση ωαρίων ή την κρυοσυντήρηση εμβρύων.
Θηλασμός μετά την θεραπεία του καρκίνου του μαστού
Ο θηλασμός από το μαστό που υποβλήθηκε σε θεραπεία δεν αντενδείκνυται. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχει μειωμένη παραγωγή και πιθανώς ιστός από την χειρουργική τομή, περιορίζοντας την ικανότητα θηλασμού.
Στην περίπτωση που η μητέρα υποβληθεί σε χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία ο θηλασμός αντενδείκνυται.
Σε κάθε περίπτωση προτείνεται να επικοινωνήσετε με κάποιο σύμβουλο θηλασμού και το θεράποντα ιατρό σας.